οπωροπωλείο

οπωροπωλείο
το
κατάστημα πώλησης οπωρών, μανάβικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπωροπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. ὀπωροπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οπωροπωλείο — το κατάστημα πώλησης φρούτων, αλλ. φρουτάδικο, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανάβικο — το [μανάβης] κατάστημα πώλησης λαχανικών και φρούτων, λαχανοπωλείο, οπωροπωλείο …   Dictionary of Greek

  • μανάβικο — το το μαγαζί όπου πουλιούνται φρούτα και λαχανικά, το οπωροπωλείο: Το μανάβικο κοντά στην πλατεία έχει πάντα φρέσκα προϊόντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”